- μυοπάρων
- μῠο-πάρων [ᾰ], ωνος, ὁ,A light pirate boat, Id.Ant. 35, App.Mith.92; Lat. myoparo, Cic.Verr.2.1.34.86, Gell.10.25.5, CIL8.27790 ([place name] Althiburos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυοπάρων — ο (Α μυοπάρων, ωνος) νεοελλ. ναυτ. τύπος δίστηλου ιστιοφόρου πλοίου τού παλαιού ναυτικού με πρωραίο πέτασμα που μοιάζει με το πέτασμα τού πάρωνα, αλλά χωρίς σταυρωτή κεραία στον πρυμναίο ιστό, κν. γολετόμπρικο, σκούνα αρχ. είδος ελαφρού… … Dictionary of Greek
μυοπαρώνων — μυοπάρων light pirate boat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυοπάρωνα — μυοπάρων light pirate boat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυοπάρωνας — μυοπάρων light pirate boat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυοπάρωνες — μυοπάρων light pirate boat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυοπάρωνος — μυοπάρων light pirate boat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυοπάρωσι — μυοπάρων light pirate boat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυαίον — μυαῑον, τὸ (Α) μυοπάρων, ευκίνητο πειρατικό πλοίο … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek